Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σφηκικός — ή, όν, Μ [σφήξ, ηκός] (για στίχο) σφηκώδης … Dictionary of Greek
σφηκική — σφηκικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)